γαιανθρακωρυχείο(ν)

γαιανθρακωρυχείο(ν)
το каменноугольная шахта, копь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γαιανθρακωρυχείο(ν)" в других словарях:

  • γαιανθρακωρυχείο — το το ανθρακωρυχείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + ορυχείο. Η λ. γαιανθρακωρυχείον μαρτυρείται από το 1855 στο περιοδικό σύγγραμμα Ευτέρπη] …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακωρυχείο — το ορυχείο γαιανθράκων, ανθρακωρυχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάλκος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πηλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»